- κοκκινωπός
- -ή, -όαυτός που έχει χρώμα που κλίνει προς το κόκκινο, κοκκινούτσικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινωπός — ή, ό αυτός που το χρώμα του κλίνει προς το κόκκινο, υπέρυθρος, ερυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»)] … Dictionary of Greek
πυρράκης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως» 2. κοκκινωπός, ροδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα άκης (πρβλ. μανδ άκης)] … Dictionary of Greek
πυρρόχαλκος — ὁ, Α κοκκινωπός χαλκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χαλκός] … Dictionary of Greek
αγριμονία — (agrimonia).Γένος φυτών με 15 είδη, που ανήκει στην κλάση δικοτυλήδονα, στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην τάξη ροδώδη και στην οικογένεια ροδίδες. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των εύκρατων χωρών, πολυετή, ποώδη, με φύλλα φτερωτά και με μεγάλα… … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
έμπυρρος — ἔμπυρρος, ον (Α) ερυθρωπός, κοκκινωπός … Dictionary of Greek
ακροκόκκινος — η, ο ο ελαφρά κόκκινος, ο κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + κόκκινος] … Dictionary of Greek
αλιτζές — ο κοκκινοτρίχης ίππος, πυρόξανθο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. alezan «μουλάρι ή άλογο με καστανοκόκκινο τρίχωμα» (< ισπαν. alazan < αραβική λ. az’ar «κοκκινωπός»] … Dictionary of Greek
αλπάκα — η Ζωολ. προβατοκάμηλος, εξημερωμένη φυλή τού γουανάκου και συγγενική τής λάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. ισπαν. alpaca < λ. τών Quechua (ενός ινδιάνικου λαού τού Περού) alpaco < paco «κοκκινωπός καφέ»] … Dictionary of Greek